Πριν ξεσπάσει η χρηματοοικονομική κρίση, το χρέος αυξάνονταν γρηγορότερα από το ΑΕΠ. Έπειτα, η πιστωτική ανάπτυξη κατέρρευσε. Το αν αυτή η πτώση αντανακλούσε σε χαμηλή ζήτηση πιστώσεων ή σε περιορισμένη προσφορά μπορεί να μοιάζει με τεχνικό πρόβλημα αλλά η απάντηση εμπεριέχει σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον.
Η κυρίαρχη άποψη, συνήθως, τόνιζε τους περιορισμούς στην προσφορά και τα απαιτούμενα μέτρα για την επανόρθωσή τους. Ένα ελαττωματικό τραπεζικό σύστημα, λέγεται ότι λιμοκτονεί τις επιχειρήσεις, ειδικά τις μικρομεσαίες εταιρίες, στερώντας τους τη χρηματοδότηση που χρειάζονται για να επεκταθούν.
Τα ανεπαρκή αυστηρά ‘stress tests’ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2010 επικρίθηκαν ευρέως ότι άφησαν τις τράπεζες της Ευρωζώνης πολύ αδύναμες για να παρέχουν επαρκή πίστωση.
Μία «πιστωτική κρίση» – ειδικά στη χρηματοδότηση των εμπορικών συναλλαγών – είναι σίγουρα ένας καίριος λόγος που η χρηματοοικονομική κρίση οδήγησε σε μία ύφεση στην πραγματική οικονομία. Διασώσεις τραπεζών χρηματοδοτούμενες από τα λεφτά των φορολογούμενων και υψηλότερα προαπαιτούμενα κεφάλαια στις τράπεζες είναι ζωτικής σημασία για να ξεπεραστούν οι περιορισμοί στην προσφορά πιστώσεων. Όμως υπάρχουν ισχυρά στοιχεία ότι μόλις η άμεση κρίση τελειώσει, η έλλειψη ζήτησης πιστώσεων θα παίξει έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από την περιορισμένη προσφορά στην επερχόμενη οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό το επιχείρημα τίθεται με πειστικότητα από τον Atif Mian και τον Amir Sufi στο House of Dept, ένα σημαντικό βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Οι Mian και Sufi δείχνουν ότι η ύφεση προκλήθηκε από μια κατάρρευση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, και αυτή η κατάρρευση μειώθηκε περισσότερο σε χώρες όπου ο δανεισμός και οι τιμές των ακινήτων προ της κρίσης έφεραν τα νοικοκυριά αντιμέτωπα με τις μεγαλύτερες σχετικές απώλειες σε καθαρό πλούτο.
Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό για την Κύπρο. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις, η έλλειψη πελατών, και όχι η έλλειψη πίστωσης, περιορίζει το δανεισμό, την απασχόληση και τις εξαγωγές. Και οι πελάτες είναι απόντες επειδή η προ της κρίσης πιστωτική άνθιση τους άφησε υπερχρεωμένους. Στις περισσότερες επιχειρήσεις σήμερα, η μειωμένη ζήτηση βαραίνει πολύ περισσότερο από τη διαθεσιμότητα πίστωσης ως περιορισμός στην ανάπτυξη.
Η οικονομική ανάπτυξή μπορεί πράγματι να συνεχίσει να είναι σοβαρά βεβαρημένη από ένα επικρεμάμενο χρέος, ακόμα κι όταν η προσφορά πιστώσεων είναι ανεμπόδιστη και φθηνή, αλλά το χρηματοοικονομικό κίνητρο περιορίζεται εντός της Ευρωζώνης, όπου οι χώρες δεν μπορούν να εκδώσουν το δικό τους νόμισμα. Για την επιβίωση και την ανάπτυξη, το ζητούμενο είναι ο ρεαλισμός για τη φύση και τη σοβαρότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη. Εάν η πολιτική της Ευρωζώνης υποθέτει ότι διορθώνοντας τις τράπεζες θα διορθωθεί και η οικονομία, τα επόμενα δέκα χρόνια στην Ευρώπη μπορεί να μοιάζουν με τη δεκαετία του ΄90 στην Ιαπωνία.
Που λοιπόν αφήνουν όλα αυτά την Κύπρο και την αγορά ακινήτων; Πρώτα απ΄ όλα, πρέπει να καταλάβουμε τι είναι αυτό που δίνει αξία στο νησί μας, και δεν είναι μόνο ο υψηλός συντελεστής δόμησης. Η «υψηλότερη και βέλτιστη χρήση» συνήθως μας λέει ότι μία συγκεκριμένη τοποθεσία θα έχει τη μεγαλύτερη αξία όταν η γη χρησιμοποιείται για το σωστό σκοπό. Μία κατοικία, ένα γραφείο, ένα εργοστάσιο, ένας χώρος στάθμευσης, ένα σχολείο αποτελούν τρόπους χρήσης που μπορεί να καθορίσουν την αξία. Μόλις το καταλάβουμε αυτό μπορούμε να αποφασίσουμε που θα επενδύσουμε. Και για να το κατανοήσουμε καλύτερα αυτό χρειαζόμαστε ένα master plan (σχέδια Νήσου) που θα θέσει επί χάρτου το όραμα για την Κύπρο.
Για παράδειγμα, πρόσφατα είδαμε χαμηλά επίπεδα επένδυσης σε έναν τομέα που θεωρείται εξαιρετικά σημαντικός από πελάτες του εξωτερικού που τους αρέσει η Κύπρος: την εκπαίδευση. Είναι εντυπωσιακό το αποτέλεσμα που ένας αυξημένος αριθμός φοιτητών μπορεί να έχει για την οικονομία της χώρας μας. Απλά σκεφτείτε ότι οι ξένοι φοιτητές πληρώνουν μεγάλα ποσά για να σπουδάσουν, να νοικιάσουν διαμερίσματα και να ζήσουν στην Κύπρο για αρκετά χρόνια χωρίς να στερούν ούτε μια θέση εργασίας από τον Κύπριο εργαζόμενο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας ότι ο ένας φοιτητής μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντικός για την οικονομία μας από μία ομάδα τουριστών.
Έπειτα, ακούω πολλούς να επικρίνουν τις επενδύσεις σε ακίνητα από ξένους λόγω των κινήτρων για μετανάστευση που προωθεί η Κυβέρνηση. Η άποψή μου είναι ότι δεν έχουμε επιλογή. Σαν χώρα καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε με αποτέλεσμα να έχουμε εμπορικό έλλειμμα και οι μόνοι τρόποι να χρηματοδοτηθεί αυτό είναι με το να αυξήσουμε το χρέος μας (που δεν επιτρέπεται πλέον από την Τρόικα) ή πουλώντας «κεφάλαια». Υπάρχει αναμφίβολα μία «όρεξη» για την αγορά ακινήτων της Κύπρου από επενδυτές παγκοσμίως και ειδικά τη Μέση και Άπω Ανατολή. Κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Για να δώσουμε μια ιδέα των επενδύσεων, που μέλλει να έλθει (ειδικά από την Κίνα), μέχρι στιγμής είδαμε επενδύσεις μόνο από ιδιώτες. Ακόμη δεν έχουμε θεσμικό χρήμα. Οι Ασιάτες αγοραστές συγκεκριμένα αδημονούν να διαφοροποιηθούν και να επενδύσουν σε αγορές που θεωρούν πιο ασφαλείς από τη δική τους αν μπορέσουν να ξεπεράσουν το ναρκοπέδιο συναλλαγματικών περιορισμών και να επενδύσουν ελεύθερα. Σε πολλές περιπτώσεις Ασιάτες αγοραστές αναζητούν να αγοράσουν ακίνητα στο εξωτερικό για να καλύψουν τη περίοδο που διαρκεί η φοίτηση του παιδιού τους σε κάποιο πανεπιστήμιο και να διατηρήσουν το ακίνητο σαν επένδυση. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που περαιτέρω επένδυση στην παιδεία είναι κρίσιμης σημασίας.
Η Κύπρος είναι μία ανοιχτή χώρα με ελεύθερη αγορά που καλωσορίζει επενδύσεις από όλον τον κόσμο. Επομένως αναπόφευκτα θα έχει ένα διεθνές στοιχείο στην αγορά ακινήτων της. Διεθνείς επενδύσεις σε ακίνητα θα είναι αναμφίβολα ένα όφελος για την οικονομία.